Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ο ιερέας

См. также в других словарях:

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — ο αυτός που εκτελεί τα σχετικά με τη θρησκεία και παίζει τον ενδιάμεσο ρόλο μεταξύ θεότητας και πιστών, παπάς: Οι ιερείς στην αρχαία Αίγυπτο αποτελούσαν ιδιαίτερη προνομιούχα τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱερέας — ἱερέᾱς , ἱέρεια a priestess fem acc pl ἱερέᾱς , ἱέρεια a priestess fem gen sg (attic doric aeolic) ἱερέᾱς , ἱερεύς priest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρέστης, Αρσένιος — Ιερέας και αγωνιστής του 1821. Βλ. λ. Αρσένιος (Κληρικός, Φιλικός και αγωνιστής του 1821, γνωστός ως Παπαρσένης) …   Dictionary of Greek

  • Παπα-Βοριάς — Ιερέας στην πόλη Ρέθυμνο της Κρήτης, ευρισκόμενος εκεί στην άλωσή της από τους Τούρκους (Νοέμβριος 1645). Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και οι τρεις κόρες του. Μια από αυτές, ονομαστή στο Ρέθυμνο για τα κάλλη της, δόθηκε ως δώρο στον σουλτάνο Μεχμέτ …   Dictionary of Greek

  • Περιπόλτας — Ιερέας της ελληνικής μυθολογίας. Αναφέρεται ότι μαζί με τον μυθικό βασιλιά των Αιολέων Βοιωτών Οφέλτα και πολλούς συμπατριώτες του, εγκατέλειψαν τη χώρα τους όταν αυτή κυριεύτηκε από τους Θεσσαλούς, και μετανάστευσαν κοντά στη λίμνη Κωπαΐδα, όπου …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»